- καλυκοστέφανος
- κᾰλῠκοστέφᾰνος, ον,A crowned with flower-buds, B.5.98, 10.108, AP 6.55 (Barbuc.);
ὧραι Emp.
(?)154.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὧραι Emp.
(?)154.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυκοστέφανος — καλυκοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κάλυκες ανθέων, με μπουμπούκια («καλυκοστεφάνου Ἀρτέμιδος», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + στέφανος, ὁ] … Dictionary of Greek
καλυκοστεφάνοισιν — καλυκοστέφανος crowned with flower buds masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκοστεφάνου — καλυκοστέφανος crowned with flower buds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκοστεφάνους — καλυκοστέφανος crowned with flower buds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)